- μπέζα
- ηναυτ. σύνδεσμος με τον οποίο επιτυγχάνεται το κόντεμα τού σχοινιού χωρίς να κοπούν ή να λυθούν τα άκρα του, η σφενδόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bez].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπεζά, Τεοντόρ — (Theodore Beza ή Theodore de Beze, 1519 – 1605). Γάλλος διαμαρτυρόμενος θεολόγος, κυριότερος συνεργάτης και διάδοχος του Καλβίνου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια του Βεζελέ Σπούδασε στη Μπουρζ και στην Ορλεάνη και κατόπιν πήγε στο Παρίσι … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
Βέζας, Θεόδωρος — Βλ. λ. Μπεζά, Τεοντόρ … Dictionary of Greek
Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία … Dictionary of Greek